βοιωτικῇ

βοιωτικῇ
βοιωτικός
a Boeotian
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βοιωτική — βοιωτικός a Boeotian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… …   Dictionary of Greek

  • πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Υ, υ — Το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό vβu (= καρφί, πάσσαλος), που παρίστανε ένα χειλικό τριβόμενο φθόγγο, παρόμοιο με τους αγγλικούς ν ή w. Το γράμμα αυτό χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για την παράσταση του φθόγγου υ… …   Dictionary of Greek

  • Αλκάννα — (alkanna). Γένος φυτών με περίπου 40 είδη, ιθαγενή της Ν Ευρώπης, της Αφρικής και της Δ Ασίας. Ανήκουν στην οικογένεια των βορραγινιδών. Είναι φυτά ποώδη με πολλές διακλαδώσεις και έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5… …   Dictionary of Greek

  • Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους …   Dictionary of Greek

  • Οπούς — Αρχαία πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη των Αν. Λοκρών. Η πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, ήταν δε πατρίδα του Πάτροκλου και του Αίαντα του Οϊλέα, προς τιμή του οποίου τελούνταν εδώ τα Αιάντεια. Στην περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”